καντάρι

καντάρι
το (Μ καντάρι και κάνταρο)
μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες
νεοελλ.
1. είδος ζυγαριάς
2. φρ. «τόν έφαγε στο καντάρι» — τόν εξαπάτησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantaro ή τουρκ. kantar < κεντηνάριον «μονάδα βάρους 100 λίτρων» (< λατ. centenarium < centum «εκατό»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καντάρι — το (λ. ιταλ. ή αραβ.), μονάδα βάρους 44 οκάδων, στατέρι: Το σπίτι αυτό θέλει πολλά κοντάρια ασβέστι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροκάνταρο — το η αλαφροπαλάντζα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + καντάρι] …   Dictionary of Greek

  • καμπανός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 205 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 51 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανατολικού Σελίνου. * * * ο (AM κάμπανος, Μ και καμπανός)… …   Dictionary of Greek

  • μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… …   Dictionary of Greek

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

  • τοπούζι — το, Ν 1. ρόπαλο με σφαιρωτό άκρο 2. σφαίρωμα («καντάρι με δύο τοπούζια» ζυγαριά με δύο στρογγυλά βαρίδια). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. topuz] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • cântar — CÂNTÁR, cântare, s.n. 1. Nume dat mai multor instrumente care servesc la stabilirea greutăţii unui obiect sau a unei fiinţe, de obicei a unei mărfi. ♢ expr. A trage la cântar = a) a cântări (mult), a avea greutate (mare); b) a avea importanţă. ♦… …   Dicționar Român

  • ζυγός — ή, ό 1. άρτιος: Ζυγός αριθμός. 2. διπλός: Τώρα που παντρεύτηκε έγινε ζυγός. 3. επίρρ., ζυγά: Παίζουν μονά ζυγά. 4. «ζυγά ζυγά», δύο δύο: Τα τρυγόνια πάνε ζυγά ζυγά. ο 1. ζυγαριά, παλάντζα, πλάστιγγα, καντάρι: Στα φαρμακεία χρησιμοποιούν ζυγούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στατήρας — ο 1. συσκευή ζυγίσματος, καντάρι. 2. μονάδα βάρους ίση προς 44 οκάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”